ψιλοβρέχει

ψιλοβρέχει
ψιλοβρέχει (ως απρόσ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψιλοβρέχει — Ν (τριτοπρόσ.) βρέχει λίγο, ψιχαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρέχει] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοβρέχει — απρόσ., βρέχει σιγανά, βρέχει λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεκάζω — ΝΑ, και ψακάζω Α [ψεκάς / ψακάς] νεοελλ. εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα, ραντίζω («ψέκασα τις ελιές») αρχ. 1. βρέχω με μικρές σταγόνες, ψιλοβρέχω 2. (κυρίως τριτοπρόσ.) ψακάζει ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει 3. παθ. ψακάζομαι υγραίνομαι με ψιλή βροχή …   Dictionary of Greek

  • ψιλο- — Ν α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο ψιλός* και δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) έχει μικρό πάχος ή μικρή διάμετρο, είναι λεπτός ή πολύ μικρός (πρβλ. ψιλο αλεσμένος, ψιλό γνεθος, ψιλό φλουδος) β) υπάρχει ή… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”